Αγαπητοί συμπατριώτες καλώς να έχετε, με την υγεία πρώτα.
Θέτω υπό την κρίση σας τα δύο συνημμένα γραφήματά μου για την εφημεριδούλα μας.
1ο ανέκδοτο
Πατέρας με τους δυο εφήβους γιους του, τέλειωσαν το σπάσιμο
των καπνοφύλλων και πριν ο ήλιος βγει τα είχαν τακτοποιήσει στο κοφίνι, έτοιμοι
για το σπίτι. Απρόσμενα ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια
τους. Έμειναν με το στόμα ανοιχτό, καθώς αντίκρισαν ένα διπλανό αεροπλάνο, σε
σχήμα σταυρού να περνά πάνω τους με κατεύθυνση το στρατιωτικό αεροδρόμιο του
Μπαντέμ-Τσιφλίκι (Αμυγδαλεώνας). Απορημένα τα παιδιά ή και πονηρά σκεπτόμενα,
θέλοντας να πειράξουν τον αγαθό και ανίδεο πατέρα τους, τον ρώτησαν. Πατέρα τι
σόι πετούμενο είναι αυτό; Κι ο πατέρας ξύνοντας το κεφάλι του τους απάντησε: «Τι να σας πω παιδιά μου, τόσο
χρονώ είμαι, τέτοιο πράμα δεν ματαείδα. Λέω εγώ τώρα και να με συμπαθάτε. Πως
είναι λαγός 100 χρονώ και κάνει το σάλτο του ή είναι ο Τίμιος Σταυρός και μας
ευλογάει». Αγαθοσύνη , πονηριά, αμάθεια, σαρκασμός ή όλα μαζί, κι από τις δύο μεριές;
Η στόχευση, ο σκοπός τους πέτυχε. Γέλια ασυγκράτητα με αποτέλεσμα την εκτόνωση
από το στρες της κόπωσης και της νύστας. Για χρόνια κυκλοφορούσε στο χωριό,
γιατί κι η φτώχεια θέλει καλοπέραση με δημιουργούς τους ίδιους τους
καλαμπουρτζήδες-χωρατατζήδες και αυτοσαρκαζόμενους Δοξατινούς-.
ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑ
Καταχωνιασμένη βαθιά στη μνήμη μου, για πολλά χρόνια, ήλθε
ξαφνικά να μου θυμίσει μια παρόμοια αποφράδα περίοδο της ζωής μου. Στα 1929 μια
τρομακτική είδηση συντάραξε ολόκληρο τον πλανήτη. Ήταν το οικονομικό ΚΡΑΧ της Αμερικής, ηγέτιδας οικονομικής δύναμης
παγκοσμίως. Τα πάντα ανετράπησαν. Το φάσμα της φτώχειας και της εξαθλίωσης προ
των πυλών. Η χώρα μας καταχρεωμένη, από της ιδρύσεώς της στα 1830, από τους «κατ’
ευφημισμόν προστάτες» και δανειστές μας , δέχτηκε καίριο οικονομικό πλήγμα.
Σωστός Αρμαγεδώνας, που οι Έλληνες τον ένιωσαν στο πετσί τους κατά το 1932. Στο
χωριό μας η μονοκαλλιέργεια του καπνού, επέτεινε ακόμα περισσότερο τις
δυσκολίες. Ταυτόχρονα η οικονομική δυσπραγία επέδρασε δυσμενώς ψυχικά και υλικά
στους ανθρώπους. Οι αγορές των καπνών ατόνησαν και οι τιμές πώλησής των κατρακύλησαν.
Τα όποια καπνοπουλήματα δεν βοήθησαν τους οικογενειακού προϋπολογισμούς. Τα
περισσότερα νοικοκυριά ήσαν καταχρεωμένα στους συνεταιρισμούς. Δεν περίσσευε
δραχμή για το κιμέρι (απόθεμα). Τα τεφτέρια για τις επί πιστώσει αγορές από τα
μπακάλικα αυξήθηκαν τρομαχτικά, τα χαμόγελα λιγόστεψαν κι όλοι εύχονταν γρήγορα να τελειώσει αυτό το
μαρτύριο. Ξεχάστηκαν τα καινούρια ρούχα και παπούτσια στις γιορτές Πάσχα και
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Ακόμα και η καθημερινότητα μας άλλαξε προς το χειρότερο. Τα πρώτα
σημάδια φάνηκαν σαν αραίωσαν οι νοικοκυρές να στέλνουν τις πινακωτές με τα
πλαστά (ψωμιά) στους φούρνους. Έπαψαν να μοσχομυρίζουν φούρνοι και σπίτια από
το ζεστό ψωμί. Τα παιδιά στερήθηκαν τα κλίκια τους (αρτίδια-φραντζολάκια) που
με τη συνοδεία θρεψίνης , μελιού μαρμελάδας, πετμεζιού, αποτελούσαν τη λιχουδιά
στο δεκατιανό και το απογευματινό προσφάι τους. Ύστερα πάλι το κρέας της
Κυριακής αραίωσε για τα καλά ή και ξεχάστηκε καθώς η ανέχεια περίσσευε. Στη
συνέχεια έκανε την εμφάνισή της και η μπομπότα. Σαν ήταν ζεστή, η ευλογημένη,
με λίγη καλή θέληση τρωγόταν μα σν κρύωνε σκέτη κοτρώνα. Μοναχά σούπες και
αφεψήματα τη μαλάκωναν. Σαν εναλλακτική λύση, ήταν το κατσαμάκι, χυλός από
καλαμποκάλευρο, σερβιρισμένο ελκυστικά στην εμφάνιση με τη βοήθεια κουταλιού
της σούπας, σαν μελομακάρονο ή φοινίκι, με ό, τι συνοδευτικό υπήρχε στο
τραπέζι. Και να από το πουθενά ξεπήδησε
μια θαυμαστή πίτα, προϊόν επινόησης των μανάδων μας. Αντικατέστησαν τα
ελλείποντα τερψιλαρύγγια με μια νέου τύπου πρασόπιτα. Μια νέα καλαμποκόπιτα
εμπλουτισμένη με πράσο. Έτσι η πρασανόπιτα σαν κρύωνε διατηρούσε τη μαλακοσιά
της αρκετά καλή, λόγω των υγρών των πράσων και τρωγόταν χωρίς πολλές γκρίνιες
και απόρριψη. Τώρα για την πατρότητα και πρωτιά της ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑΣ, δεν παίρνω
όρκο, όμως θέλω να πιστεύω πως οι ηρωίδες και εφευρετικές μανάδες μας ,
χρησιμοποίησαν και πατινάρισαν το εύηχο και ελκυστικό όνομα ΠΡΑΣΑΝΙΤΣΑ,
πετυχαίνοντας το σκοπό τους. Θαρρώ πως τις αξίζουν ευχετήριες αναφορές, ώστε ο
καλός Θεός να τις έχει στα δεξιά του. Το δικαιούνται, αφού αυτές έγραψαν ένα
κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου