Μνήμη στους διδάσκοντες το φως.
Κάτω απ΄το χώμα
μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σχοινί
προσμένουνε την ώρα να σημάνουν την Ανάσταση.
Γ. Ρίτσος.
Σα γράφεις και τρέμει το χέρι
Σα την ψυχή στο κρύο
είναι που μόνο δάκρυα δυο πάνω στον στίχο
κι άλλα δυο που μείναν και στεγνώσαν πάνω στα μάτια σου
και σφίγγεις τα βλέφαρα για να τα σπάσεις
και κείνα μένουν σαν ενοχές.
Μιλώ για ήλιους, μιλώ για ρόδα στο πρωί
και για κρίνα ριχμένα σκόρπια
πάνω στο σεντόνι του επιτάφιου, για ζωντανούς.
Και ξεχνώ τους νεκρούς
και ξεχνώ τους νεκρούς
πού’ χουν τα μάτια τους παράξενα ανοιγμένα
και σε κοιτάζουν κάτω απ’ το χώμα
σα σαλεύεις μες στους ορίζοντες ή δε σαλεύεις.
Μιλώ γι’ αυτούς που δάγκασε
ένα πρωί ή ένα απόγευμα
στη ράχη και στο λαιμό, ψηλά στο μέτωπο
ένα σημάδι που πήζει και σκουραίνει ολοένα.
Για μπροστά στο στήθος
μένοντας λίγες κόκκινες τρίχες να ξεραθούν στο μεσημέρι
που θα’ βρει πάγο απλωμένο πάνω στα μάτια τους
σαν την ορφάνια της ψυχής τους.
Χιλιάδες όμως νεκροί κάτω απ΄ τα βήματά μας
που σε κοιτούν και δεν το νιώθεις
γυρνάς το χέρι σου στις τριανταφυλλιές
δίχως ν’ αγκυλώνεται ή στο νερό της λίμνης
και το παίρνεις πίσω ζεστό πάλι.
Κι εκείνοι φεύγουν ολοένα, ξεμακραίνουν μέσα απ’ την καρδιά σου
αφήνoντάς την σκαμμένη.
Μόνο δυο τρεις μέρες του χρόνου
κάτι αρχίζεις να θυμάσαι απ’ τα πρόσωπά τους
μα το φως είναι λίγο
και το σκοτάδι σκεπάζει πάλι τα πρόσωπα
με τα χείλια τα ανοιγμένα και μέσα νύχτα
με τα δόντια π’ ασπρίσαν λίγο κάτω απ’ τον ήλιο
δίνοντάς του υποσχέσεις
τις υποσχέσεις του λευκού
κι έπειτα έγειραν κάτω απ’ τη νύχτα.
Τα χέρια τους. Τι να’ χει μείνει απ’ τα χέρια τους.
Αυτά είναι που τα ξεχνάς για πάντα..
Και μένουν εκεί σφιχτά σταυρωμένα
με την κλίση που άφησε στα δάχτυλα η κάνη,
ή το δοκάρι μιας σημαίας
και ο τελευταίος πόνος.
Έτσι που να’ χουν το δάχτυλό τους λίγο σηκωμένο μπροστά
να προγητεύει και να καλεί
να’ ρθεις εσύ ή το παιδί του
εκεί κοντά τους πλήθος πολλοί.
Τόσοι που οι φωνές τους οι τελευταίες τους φωνές,
Θα’ λεγα κραυγή πουλιού μετά το βόλι
Και το αίμα τους που στάθηκε στο δρόμο ή πάνω στο σκαλοπάτι,
να σταματήσουν τους άλλους τους λιγοστούς κι αμνήμονες
να σκοτώνουν πια για λίγο ήλιο και για ένα στενό περιβόλι
τριαντάφυλλα μες την ψυχή του ανθρώπου.
Και εφιάλτες τότε ζωντανοί μπροστά σου
βγαλμένοι μέσα απ’την ψυχή τα’ανθρώπου
την σκονισμένη και σκοτισμένη κόλαση.
Μα για να μάθεις να κοιτάς σωστά τον ήλιο
πολλοί είναι εκείνοι που πρέπει να λιγοστέψουν
όλο πίκρα μέσα στο φως του. Ο αριθμός του λευκού.
Και για να μάθεις να ακούς σωστά τον ήχο των λατομείων
τον κρυμμένο πίσω απ’ το νόημα των σχηματισμών του πράσινου
πολλοί είναι εκείνοι που πρέπει να λαθέψουν την μέρα.
Ο αριθμός του κυπάρισσου.
Και για να φτάσεις ν’ αγαπήσεις τον άνθρωπο
είναι πολλοί εκείνοι
που πρέπει να σκοτωθούν από το χέρι του
μαζί με το τίναγμα της στιγμής. Κάτι σα γέλιο μικρού παιδιού
ή σα τραγούδι μικρού Θεού.
Ο αριθμός του ουρανού.-
Κωνσταντιναίος
21 Οκτώβρη 1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου