Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Μνήμες Μικράς Ασίας από μαθητές Δοξάτου με καθηγητή τον Γιάννη Κωνσταντούδη

 Εργασία μαθητών  ΓΕΛ Δοξάτου 1984-85

Μνήμες Μικράς Ασίας

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η Ελλάδα γέμισε από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, από τότε που η Σμύρνη μέσα από τις στάχτες της αποχαιρετούσε για πάντα τους κατοίκους της και μοιρολογούσε τα παιδιά της . Πέρασαν πολλά χρόνια. Κι όμως αυτό το χρώμα της φωτιάς που έκαψε την Σμύρνη και τις ψυχές των ηρώων της, έμεινε για πάντα ανεξίτηλο μέσα στις καρδιές των σημερινών γερόντων που με αγάπη και πίκρα αναπολούν τα περασμένα. Όταν λοιπόν εμείς πήγαμε να τους ρωτήσουμε, να μάθουμε τέλος πάντων τι έγινε τότε στην καταστροφή, αυτοί με ύφος ονειροπόλο άρχισαν να διηγούνται ιστορίες για τις χαμένες πατρίδες. Ιστορίες που τους πληγώνουν ακόμη και σήμερα που τους κάνουν να κλαίνε σαν μικρά παιδιά.

Μερικοί πάλι δεν θέλησαν να θυμηθούν τα περασμένα. Μας ευχήθηκαν μόνο να μην συναντήσουμε τέτοιο πόνο και πίκρα. Ας δούμε όμως τι μας είπαν αυτοί που θέλησαν να μιλήσουν.

Ερώτηση 1η

Πώς ζούσαν οι Έλληνες και οι Τούρκοι πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, υπήρχε συνεργασία ή μήπως διαμάχη;

Ο κ. Θόδωρος είπε: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι ζούσαν ειρηνικά και χωρίς φασαρίες. Μάλιστα κάποιος πασάς άφηνε στους έλληνες μεγάλη ελευθερία, το όνομά του ήταν Σουλτάν Χαμίτ. Και ήταν δίκαιος και στους Τούρκου και στους Έλληνες και μάλιστα υποστήριζε τους Έλληνες. Στην περιοχή της Σμύρνης και του Πόντου.

Ο Ανδρέας Κούλας από τα Σόκια είπε: Από τη στιγμή που άρχισε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος η κατάσταση που πριν ήταν υποφερτή, χειροτέρεψε πάρα πολύ. Από 18 μέχρι 45 είχανε επιστρατεύσει όλου τους Έλληνες, τους έντυναν με εξευτελιστικά ρούχα και τους έβαζαν να κουβαλούν πέτρες. Σε γενικές γραμμές η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή.

Ερώτηση 2η

Πώς αντιλαμβάνεται τον Μικρασιατικό πόλεμο, τι στόχους είχε, γιατί έγινε;

Ο Κούλας Αντρέας είπε: Επειδή νικήθηκε η Τουρκία, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατάλαβαν την Μικρά Ασία και ορισμένες άλλες περιοχές, ενώ η Τουρκία άρχισε να αναδιοργανώνεται με την αρχηγία του Κεμάλ πασά.

Οι ξένοι που προσπαθώντας να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη και εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα, ξέχασαν πως κάπου έπρεπε να φερθούν σαν άνθρωποι.

Ο κ. Θόδωρος είπε: Είχαν τάξει το Βενιζέλο οι Αγγλογάλλοι και Αμερικάνοι να προχωρήσει πέρα από τη Σμύρνη και μέχρι το Εσκί Σεχίρ. Ο βασιλιάς για να ρίξει το Βενιζέλο ζήτησε εκλογές, Ο Βενιζέλος έπεσε και ανέλαβε  βασιλιά μαζί μετ τους Γούναρη, Στράτο, Ράλλη την εξουσία. Η νέα κυβέρνηση θέλησε να προχωρήσει μέχρι την Άγκυρα, Μάλιστα φτάσανε μέχρι τα Αμπέλια της Άγκυρα και ήθελαν 8-10 χιλιόμετρα μέχρι το κέντρο. Όταν έγινε αυτό οι Αγγλογάλλοι έδωσαν βοήθεια στους Τούρκους και έγινε η μεγαλύτερη μάχη λόγω της προδοσίας των Αγγλογάλλων. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει οριστικά από την «Πατρίδα».

Τι φταίει και οδηγηθήκαμε στην καταστροφή;

Ο κ. Θόδωρος λέει:

Φταίει ο βασιλιά και η κυβέρνησή του, γιατί ο Βενιζέλος είχες φτάσει μέχρι το Εσκί Σεχίρ όταν ήρθαν οι διάδοχοί του και έξυπνο τρόπο λέγοντας τους στρατιωτικούς ότι θα τους δώσουν απολυτήρια , κατάφεραν να τους πείσουν να μείνουν και να προχωρήσουν για να πάρουν την Άγκυρα, αυτό δεν άρεσε στους ξένους και σε αυτό φταίει η κυβέρνηση με αποτέλεσμα να ενισχύσουν του Τούρκους και να φτάσουν στην καταστροφή.

Ο Αντρέας Κούλας μας είπε: Οι Έλληνες φταίξανε. Οι Τούρκοι που ήθελαν και μπορούσαν να πάνε ενάντια στον Ρωσικό κομμουνισμό και οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν να φύγει η Ελλάδα από τη μέση. Οι Έλληνες όμως αρνήθηκαν. Όταν ο Κεμάλ ζήτησε συνθηκολόγηση κοντά στην Άγκυρα ο Κω/νος αρνήθηκε και οι Τούρκοι  κάνανε επίθεση.

Ερώτηση

Τι ένοιωσαν  όταν πάτησαν τα ελληνικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία

Ο κ. Θόδωρος μας είπε! Πως οι Έλληνες ήταν χαρούμενοι , περίμεναν την ελευθερία του αι χειροκροτούσαν τον στρατό που είχαν εμπιστοσύνη, οι Τούρκοι καταλάβαιναν πως χάνανε κα πλησίαζε το τέλος γι’ αυτό  είχαν απελπιστεί και περπατούσαν σκυφτοί.

Στέλλα Κοσκερίδου: Όταν ήρθε ο Εσκίρ Γιουνάν (Ασκέρι Ελληνικό) όλοι φοβήθηκαν. Καταλάβαμε πως θα γινόταν μεγάλο κακό. Άγγλοι, Έλληνες και άλλοι ξένοι περνούσανε συχνά από τα χωριά μας και μας έλεγαν πως θα τελειώσει ο πόλεμος και δούμε καλύτερες μέρες σε δικά μας πια χώματα. Εγώ δεν τα καταλάβαινα αυτά τι σήμαιναν δεν ήξερα.

Περιγραφές και μαρτυρίες από την ώρα του ξεριζωμού.

Κυριακάκη Δάφνη: Μετά από την καταστροφή άρχισε μια πορεία 40 ημερών. Στο δρόμο συναντούσαμε και άλλους πληθυσμούς, Μικρασιάτες, Πόντιους κ. α Αυτοί σε αντίθεση με εμάς δεν είχαν ούτε κάρα ούτε ζώα γιατί από τη μεγάλη τους βιασύνη να ξεφύγουν δεν πήραν τίποτα. Ένα αξέχαστο περιστατικό, ήταν μια γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδί και ένα κατσαρολάκι στο χέρι της για να δίνει στο παιδί της νερό! Είχε διασχίσει την απόσταση Σμύρνης-Δράμας με τα πόδια! Προσπαθούσαν να μπουν στα πλοία, αλλά οι ξένοι τους έκοβαν τα χέρια και τα κεφάλια. Παντού πανικός , ταραχή, όλοι τρέχανε για να σωθούν. Τα παιδιά τα βάζανε στα κάρα μαζί με τις κότες και τα πρόβατα. Διαλύθηκαν οικογένειες. Έχασε η μάνα το παιδί κι άντρας τη γυναίκα. Και οι Έλληνες φέρθηκαν βίαια!

Η Στέλλα Κοσκερίδου από τα Φάρασα της Καπαδοκίας! Οι Τούρκοι  είχαν πάρειδιαταγή να μας δώσουν ζώα και αστυνόμους για να μας προφυλάξουν από τους τσέτες. Φτάσαμε στη Μερσίνα και μείναμε 15 μέρες. Κοιμόμασταν μέσα σε χαλασμένες φάμπρικες. Πολύ δύσκολα χρόνια, να μην ξαναδεί τέτοια ανθρώπου μάτι. Στη Μερσίνα δεν υπήρχαν πτώματα και σκοτωμοί, μόνο άρρωστοι, άνθρωποι κουρασμένοι  ξεριζωμένοι.  Άκουγα από τους μεγάλους ότι στους πόντιους έγινε μεγάλο κακό και κατά την επιστροφή στην Ελλάδα.

Ο Σάββας Αγιακάτζογλου θυμάται: Οι Τούρκοι σκότωναν όσους προλάβαιναν, κάτι απάνθρωπο. Φωνές κραυγές, σκοτωμοί, αγωνία για το ποιος θα προλάβει να μπει στο καράβι. Όσοι δεν προλάβαιναν ήταν καταδικασμένοι. Αυτός ήταν μικρός και οι Τούρκοι του σκότωσαν τους γονείς.

κ. Θόδωρος. Βάλανε φωτιά στη Σμύρνη, αποκεφάλισαν τον δεσπότη Χρυσόστομο και τον ρίξανε στη Θάλασσα. Οι Έλληνες τρέχανε για να βρούνε καράβια, πατώντας ο ένας τον άλλο. Φτάνοντας επιτέλους στα καράβια οι Αγγλογάλλοι άλλους τους πετάγανε στη θάλασσα και άλλους τους ρίχνανε βραστό νερό. Μερικοί ντυνόντουσαν γυναίκες για να περάσουν, μα αν τους ανακαλύπτανε τους σκότωναν.

Οι άντρες στέλνοντας στα κάτεργα, τους παίρνανε δούλους και δεν ήταν λίγοι  αυτοί που τελικά αλλάξανε την πίστη του με αντάλλαγμα τη ζωή τους. Άλλοι πάλι κρυβόντουσαν σε αποθήκες και αν οι Τούρκοι του ανακάλυπταν, έβαζαν φωτιά και τους καίγανε. Σε μια από αυτές τις αποθήκες ήταν καμιά 300 άτομα και μια γυναίκα με δυο παιδιά , το ένα 1, 5 και το άλλο 4 ετών. Αυτά κλαίγανε και οι υπόλοιποι ανάγκασαν την τραγική μητέρα να σκοτώσει τα παιδιά της.

Ο Αντρέας Κούλας μας λέει από τον τραγικό εκείνο διωγμό οι περισσότεροι Έλληνες είχαν βρει τραγικό θάνατο. Ο ι Τούρκοι σε μια απάνθρωπη προσπάθεια να πάρουν κοσμήματα κόβανε χέρια και αυτιά. Βάλανε φωτιά και καίγανε τα πάντα. Απελπισμένοι οι Έλληνες πέφτανε στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Εκεί βρήκαν συμπαράσταση μόνο από τους Ιταλούς. Οι Γάλλοι όταν τους βλέπανε να πλησιάζουν τους ρίχνανε καυτό νερό και τους κόβανε τα χέρια. Αυτούς που ακόμη και σήμερα τους προσκυνάμε και πίνουμε κρασί στο όνομά τους. Και αναρωτηθήκαμε πως είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο μίσος, δεν τους κόστιζε τίποτα να βοηθήσουν. Η διπλωματία δεν έχει αισθήματα, αλλά οι άνθρωποι;

Κι έτσι σκοτώνοντας οι Τούρκοι τους Έλληνες σκότωναν μαζί και τη μεγάλη Ιδέα. Κι εμείς που δεν γνωρίζαμε, ήρθε η στιγμή που συγκινηθήκαμε για τη μεγάλη Ιδέα, το χαμένο Παράδεισο της Πατρίδας, το αίμα των αδικοχαμένων ηρώων της

 

«τί σήμαινε για αυτούς ο ξεριζωμός» απάντησαν όλοι με τα ίδια λόγια, με τον ίδιο λυπημένο τόνο.

Δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να περιγράψουν τις στιγμές εκείνες . Δεν υπάρχουν φράσεις που να δείχνουν τα αισθήματα που νιώσαμε τότε.

Ξαφνικά μας σκότωναν, ξαφνικά μας ξερίζωναν, ξαφνικά γινόμασταν ξένοι ανάμεσα σε ξένους δίχως γη, δίχως πατρίδα, δίχως φίλους , δίχως οικογένεια. Τα ιδανικά μας , τα όνειρά μας , η περιουσία μας γίνονταν από τη μια στιγμή στην άλλη κουρέλια, μπρος στα μάτια μας. Μερικοί είχαν το θάρρος  κι έμειναν

Να πεθάνουν εκεί που γεννήθηκαν , να νιώσουν το χώμα της Πατρίδας να σκεπάζει τα κόκκαλά τους .

 Εμείς καταφέραμε να ξεφύγουμε , δεν ξέραμε, ήμασταν παιδιά. Παρόλα αυτά όμως είμαστε Έλληνες και μας πήγαιναν στην Ελλάδα. Ήταν και αυτό κάτι, μια παρηγοριά , στον πόνο μας , μια ελπίδα στις αμφιβολίες μας. Είναι αλήθεια πως τρέφαμε ελπίδες , αυτό όμως δεν εμπόδισε τον πόνο και την πείνα να σημαδέψουν οριστικά και αμετάκλητα την ψυχή και τα όνειρά μας. Και είναι παράξενο πως μέσα από την φρίκη του πολέμου μπορέσαμε να γλιτώσουμε, πως μετά από τόσο πόνο και εξάντληση καταφέραμε να φτιάξουμε κάτι. Τώρα όμως όλα αυτά έχουν περάσει καλύτερα να μην τα θυμόμαστε.

 Αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια που καταφέραμε να αποσπάσουμε από τους κουρασμένους αυτούς ανθρώπους που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βρέθηκαν αντιμέτωποι με χιλιάδες βάσανα, που ξάφνου βρέθηκαν σε ξένη!!!γη, που δίχως να καταλάβουν έγιναν πρόσφυγες.

Ο ξεριζωμός από τις χαμένες πατρίδες –όσο μακρινός κι αν φαίνεται – στάθηκε ορόσημο στη ζωή αυτών των ανθρώπων και θα τους συνοδεύει πάντα.

Μα το πρόβλημα των κατοίκων της Μ. Ασίας δεν απασχόλησε μόνο αυτούς . Αποτέλεσε και ένα βαρύτατο πλήγμα και για την Ελλάδα.

Η φτωχή χώρα μας δέχτηκε ενάμιση εκατομμύριο λιμοκτονούντες πρόσφυγες , και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει χιλιάδες πρόσθετα προβλήματα.

Προβλήματα που θα λυνότανε με μεγάλες θυσίες των κατοίκων της . μα δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις  που οι Έλληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τα αδέλφια τους που πονούσαν. Δεν ήθελαν να προσφέρουν την βοήθειά τους για να κλείσει το μεγάλο τραύμα της χώρας τους». .

 Και σα να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας. Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν μας έφερναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.

 Πάντα ξυπνούν οι βαθιά θαμμένες μα ολοζώντανες, φοβερές κι ανατριχιαστικές παιδικές θύμησες. Να, εκεί, που όσο περνούν τα χρόνια, γυρίζει ο νους πολλές φορές σε όλα εκείνα που έζησε κανείς και τα θυμάται ένα-ένα, με τα κύρια και καταλυτικά γεγονότα, χωρίς να τα ‘χει αμαυρώσει ο χρόνος, με τις εικόνες των ζωηρές και ανεξίτηλες, γεγονότα και εικόνες που σημάδεψαν τη ζωή των όσων τα έζησαν και τις είδαν. Ακόμα εκεί που διαβάζεις κείμενα για τη Μικρασία, εκεί που αναζητάς στον όποιο χάρτη δεις τα παράλια της Μικρασίας, τον τόπο που γεννήθηκες με τα νησιά μας απέναντι. Και σε κάθε πια επέτειο, ατόφιες μπροστά σου οι σκηνές, οι γιομάτες δέος και ανατριχίλα θανάτου, οι σκηνές του βασανισμού, του βιασμού και της ατίμωσης, βαθιά χαραγμένες και άσβεστες.

Η πονεμένη μορφή της χαροκαμένης μάνας, η ορφάνια, τα πονεμένα παιδικά πρόσωπα, είναι ό,τι απόμεινε από εκείνη την εποχή του διωγμού και μετά για πολλά κατοπινά χρόνια. Και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κύκλο του φονικού, της καταστροφής και του ξεριζωμού, άσβεστη και ζωντανή η απέραντη άφθαρτη μνήμη.

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν μας έπαιρνε. Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας. Οι νύχτες ήταν φοβερές. Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια

Όλα πια είχαν τελειώσει. Κι ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι ο αδελφός κοντά μας, ευτυχώς γερός. Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι αν πέρασε. Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μία οικογένεια με τέσσερα ανήλικα, χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.

Γι’ αυτό κι η προσφυγιά μάς οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, σε άλλους τόπους

http://www.liako.gr/news/images/stories/massacred.jpg

Το δίλημμα μετά την πρώτη προσφυγιά

Έτσι κι έγινε στη Μικρασία, στα ξακουστά ελληνικά παράλια της. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που άρχισε το 1914, άγγιξε από τις πρώτες του μέρες εκείνους τους τόπους. Κι οι πάτριοι εκείνοι τόποι με τη σφύζουσα ελληνική πνοή και πίστη άδειασαν. Ο αλλόθρησκος εχθρός σκόρπισε τους πληθυσμούς των Χριστιανών κατοίκων στην Ελλάδα. Προσφυγιά κάπου έξι χρόνια. Κι’ ύστερα ξαναγύρισμα στις Πατρίδες. Μύριοι κόποι να ξαναναστηθεί στους πατρογονικούς τόπους η ζωή.

Στα Αλάτσατα, μία μικρή κωμόπολη με 15.000 κατοίκους Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους, που βρίσκεται στη χερσόνησο Ερυθραίας, δυτικά της Σμύρνης, και σε απόσταση 70 χλμ., είχε φθάσει εκείνο τον Αύγουστο του 1922 ο απόηχος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο μέτωπο της Μικρασίας. Ημέρα με την ημέρα βάραινε πάνω σε όλους τους κατοίκους το φοβερό προαίσθημα της επερχόμενης συμφοράς. Μία αβεβαιότητα ανάμικτη με τρόμο σκέπαζε το χωριό, όπως έλεγαν τη μικρή τους κωμόπολη οι κάτοικοί της, όσο πλήθαιναν τα νέα του μετώπου που κατέρρεε. Οι κάτοικοι, μπροστά στ’ αποκαρδιωτικά μηνύματα της υποχώρησης του στρατού μας και της καθόδου των διαβόητων Τσετών και του Τουρκικού Στρατού, που μαζί απλώνονταν αιμοχαρείς, νικηφόροι και εκδικητές προς τη Σμύρνη και τα παράλια, αντιμετώπιζαν το παράλογο δίλημμα να μείνουν στον τόπο τους, στην πατρίδα, ή να την αφήσουν πάλι και να φύγουν στην ξενιτιά.

Στη μικρή αυτή πολιτειούλα ήταν πολύ ζωντανά τα πατριωτικά αισθήματα των κατοίκων της και βαθιά η χριστιανική πίστη τους. Ήταν αφέλεια ακόμα και η σκέψη να μείνουν. Κι όμως ο καημός και τα βάσανα της πρώτης προσφυγιάς, κι ύστερα το ξαναζωντάνεμα της πατρίδας, να, η αιτία του διλήμματος. Οι χριστιανοί ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων. Ελάχιστες οι τουρκικές οικογένειες, γι’ αυτό και πολύ λίγοι κάτοικοι ήξεραν την τουρκική γλώσσα.

Στο γυρισμό, στα 1920, ύστερα από τον πρώτο διωγμό στα 1914, όσοι γύρισαν στην πατρίδα είχαν ξαναδημιουργήσει τα νοικοκυριά τους. Ξανακαλλιέργησαν την καρπερή γη της πατρίδας, ξαναστόλισαν τις εκκλησίες τους, αποτελείωσαν και τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Κάτω Χωριό και τον στύλωσαν ωραίο κι επιβλητικό. Η σταφίδα γέμισε και πάλι τα σπίτια, τα χέρσα χωράφια με τα σπαρτά και τα καρποφόρα δέντρα ομόρφυναν όπως πριν τον τόπο τους. Το εμπόριο με τη Σμύρνη ξανάρχισε και η ζωή είχε βρει ξανά τον ήρεμο ρυθμό της, με τις καινούργιες εμπειρίες της προσφυγιάς μα και της προόδου.

Μαζεμένα πλάι της και πιασμένα από τη φούστα της, συνεχίσαμε, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο εκείνων των πρώτων ημερών του Σεπτέμβρη, το δρόμο για τον Τσεσμέ. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άυπνοι, συντρίμμια, σερνόμασταν. Η μάνα δεν είχε αποχωριστεί από τις πρώτες μέρες της συμφοράς την κάπως μεγάλη εικόνα της Υπαπαντής που είχαμε στο εικονοστάσι του σπιτιού μας. Την είχε σκεπάσει μ’ ένα τραπεζομάντιλο και τη φύλαγε όλες εκείνες τις μέρες, έχοντάς την κρυμμένη πότε εδώ και πότε εκεί. Την είχε σαν τα μάτια της. Όσο είχε την έγνοια για μας, άλλο τόσο και για την Παναγιά. Κι όσο ήμασταν στο σπίτι του παππού κι ύστερα στην εκκλησιά κλεισμένοι, δεν έδινε βάρος για τη φύλαξή της. Τώρα όμως στην πορεία, ήταν δύσκολο το έργο της μάνας. Είχε στην αγκαλιά το μωρό, τη μικρή μας αδελφούλα, μαζί και την εικόνα. Ο δρόμος μακρύς και η κούραση έλυνε τα γόνατα. Όταν πια είχε αποκάμει από την κούραση, κοντοστάθηκε. Δίνει στο πιο μεγάλο αδέρφι, τον Γιαννάκη μας, να κρατήσει για λίγο το μωρό κι εκείνη γρήγορα-γρήγορα σκύβει και απιθώνει τη σκεπασμένη εικόνα στο πλαϊνό χαντάκι. Γονατίζει, σταυροκοπιέται και την ασπάζεται. Τη σκεπάζει όσο πιο καλά γίνεται κι ύστερα με δακρυσμένα μάτια, ολολύζοντας σα να ‘χε απέναντί της την ίδια την Παναγιά, μονολογάει: «Παναγιά μου, συγχώρεσέ με, ή το παιδί μου πρέπει ν’ αφήσω ή Εσένα». Ξανάκανε το σταυρό της, ξαναπήρε το μωρό στην αγκαλιά της και συνεχίσαμε το δρόμο.

Ύστερα από μια κουραστική πορεία τριών και πλέον ωρών, διψασμένοι, κατάκοποι και με ματωμένα τα πόδια, φτάσαμε στον Τσεσμέ. Μας μάζεψαν στις εκκλησίες. Το δικό μας μπουλούκι το σπρώξανε στον πολιούχο του Τσεσμέ, τον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί που μας πήγαιναν, πριν μπούμε στην εκκλησιά, είδα χάμω στα βοτσαλάκια ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι μ’ ένα σταυρό ζωγραφισμένο στο εξώφυλλό του. Έσκυψα το πήρα και το έχωσα στην τσέπη μου. Ήταν μια ιερή σύνοψη. Θυμάμαι αργότερα στη Μυτιλήνη, σημείωσα στο τελευταίο λευκό φύλλο του: «Ιερό ενθύμιο των αλησμόνητων ημερών του διωγμού μας, 12 Σεπτεμβρίου 1922» και το όνομά μου από κάτω. Αυτό το μικρό ενθύμιο το έχω πάντα στη βιβλιοθήκη μου. Ξεφυλλίζοντάς το, να μπροστά μου μια-μια οι φοβερές κι αξέχαστες εκείνες ημέρες.

Οι φοβερές νύχτες με τις θυμίσεις των Τσετών και οι μέρες αγωνίας

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν μας έπαιρνε. Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας. Οι νύχτες ήταν φοβερές. Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια. Τις νύχτες ήταν που ολοζώντανες οι μνήμες ξανάφερναν μπροστά μας τους Τσέτες, τη δύστυχη γειτόνισσα με το μικρό της γιο, τους ξυλοδαρμούς του παππού, της γιαγιάς, της μάνας με το μωρό που θέλησαν να σφάξουν. Κάθε κτύπος στις πόρτες και στα παράθυρα απ’ τους αέρηδες μάς ανατάραζε όλους, μικρούς και μεγάλους. Σα να ήταν ν’ ανεβούν οι Τσέτες. Κατατρομαγμένα, ιδίως εμείς τα μικρά, ζαρώναμε το ένα πάνω στο άλλο. Όλα μα όλα όσα ζήσαμε, τα ξαναζούσαμε. Ήταν τόσο ζωντανές στη φαντασία μας όλες εκείνες οι σκηνές, οι βασανισμοί, ο βιασμός κι ο θρήνος, το αλαφιασμένο βλέμμα και τα δάκρυα του μικρού που τρέμοντας έπεσε στην αγκαλιά της πονεμένης μάνας του σαν γύρισε από τα χαλάσματα, η θέα της πρησμένης μέσα στο αμπάρι θείας Γιασεμής, το ματωμένο σεντόνι που σκέπαζε το θείο Τζώρτζη.

Οι μέρες περνούσαν χωρίς να ξέρουμε πού θα εγκατασταθούμε και τι θ’ απογίνουμε. Τα λιγοστά τρόφιμα που μας χορηγούσαν και η ευσπλαχνία που έδειχναν οι Καρλοβασίτες, δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες μας. Πάσχιζαν ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα πηγαίνοντας στο Καρλόβασι να μάθουν τι μας μέλλεται, αν θα μέναμε, αν θα φεύγαμε πάλι και προς πού. Κι ακόμα αν μπορούσαν να δουλέψουν πουθενά για να συντηρηθούμε. Όμως ο τόπος ήταν μικρός και δουλειές δεν υπήρχαν. Έτσι στερημένα περνούσε εκείνος ο καιρός. Και σα να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας. Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν μας έφερναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.

Κι άρχισε να μας διηγείται τις ατέλειωτες ιστορίες της φοβερής εκείνης αιχμαλωσίας. Τις ολοήμερες πορείες, το γδύσιμο από τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Το σχίσιμο, το γδάρσιμο των ποδιών, την αφόρητη καθημερινή πείνα και δίψα. Και κει στο δρόμο του Γολγοθά τους, κάθε τόσο κι αραίωνε η φάλαγγά τους από όσους έμεναν πίσω, που δεν τους ξανάβλεπαν. Η άφατη, η απέραντη αγωνία όταν ξεδιάλεγαν οι Τούρκοι χωρικοί όσους ήθελαν για να κορέσουν το μίσος τους, ήταν μια καθημερινή δοκιμασία που τους παρέλυε. Τα τσουβάλια, που ήταν το κοινό ρούχο όλων των αιχμαλώτων, γιομάτο από την ψείρα, κι από το χτύπημά τους με την πέτρα για να λυτρωθούν από το μαρτύριό της, είχε καταντήσει ένας σκληρός κετσές που σκέπαζε χειμώνα-καλοκαίρι το βασανισμένο κορμί. Το ξεθέωμα στους δρόμους, μέσα στο χιόνι το χειμώνα και κάτω από το λιοπύρι το καλοκαίρι, με το σπάσιμο της πέτρας για χαλίκι. Το ξεφόρτωμα από τα τραίνα των τσουβαλιών με λογής-λογής περιεχόμενο. Την καθημερινή εξάντληση κι από πάνω το μαστίγωμα για όσους έπεφταν λιπόθυμοι.

Τα Τουρκιά στο Αξάρι, στο Ικόνιο, στο Αϊδίνι που μαζεύονταν στο πέρασμα των αιχμαλώτων κι ο καταβασανισμός τους με πετροβολητό, με φτυσίματα, με ξυλοδαρμούς, κι ακόμα οι σκοτωμοί εκεί στις ξέρες που τους τραβούσαν. Για τις αρρώστιες; Πως τους θέριζε η δυσεντερία κι ο τύφος. Πως όσοι αρρώσταιναν έμεναν στο δρόμο όπου τους αποτελείωναν. Για το μαρτύριο της δίψας μέσα στο κατακαλόκαιρο, που δεν τους άφηναν περνώντας από πηγές να πιουν νερό και πως τους άφηναν να πέφτουν στα βαλτονέρια κι ύστερα οι θανατεροί πόνοι της κοιλιάς, ο τύφος και στο τέλος ο μαρτυρικός θάνατος. Η καθημερινή πίκρα για το χάσιμο των συντρόφων που άφηναν το κουφάρι των για βορά στα όρνια και στα τσακάλια.

Μία δίχρονη βασανιστική πορεία χωρίς καμιά προσωπικότητα, ένα ασκέρι μισόγυμνων βασανισμένων ανθρώπων. Κι ήταν θείο δώρο όταν Τούρκοι χωρικοί ξεδιάλεγαν όσους ήθελαν για να τους πάρουν για δουλείες και αγγαρείες. Κι όταν κάθε τόσο σταματούσαν τα κοπάδια αυτών των ανθρώπων που σέρνονταν χωρίς κανένα οίκτο για να σπάνε το χαλίκι, για να ξεφορτώνουν και να κουβαλούν φορτία ολόκληρα στις πλάτες, να, κατέφθαναν οι αχόρταγοι κανίβαλοι Τσέτες κι οι Εφέδες τους, εκεί στους υπαίθριους καταυλισμούς, περικύκλωναν τη φάλαγγα και ορμούσαν στο πανάθλιο πλήθος των αιχμαλώτων χριστιανών.

Δεν ήθελαν μόνο να σκοτώσουν, ήθελαν να βασανίσουν, ήθελαν ακόμα να εκτονωθούν πάνω στα βασανισμένα κορμιά, να κορέσουν τα πάθη των. Κι όσες γυναίκες έτυχε να συμπορεύονται με τους άνδρες των και τα παιδιά τους, αφού τις βίαζαν μπροστά τους, στο τέλος τις ξεκοίλιαζαν. Μέσα στις κοπριές των ζώων χωμένοι, προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα κορμιά τους.

Ναι, διαβάζοντας ύστερα από χρόνια το «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, ήταν σαν μία επανάληψη των όσων ο αδελφός μας εξιστορούσε εκείνες τις πρώτες μα και τις κατοπινές ημέρες. Σελίδες ολόκληρες δεν παράλλαζαν από τις αφηγήσεις του αδελφού. Στο τέλος κάθε αφήγησης η μάνα αναστέναζε κι ανέβαινε στα χείλη της το χιλιοειπωμένο: Ας όψονται οι αίτιοι.

Όλα πια είχαν τελειώσει. Κι ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι ο αδελφός κοντά μας, ευτυχώς γερός. Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι αν πέρασε. Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μία οικογένεια με τέσσερα ανήλικα, χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.

Γι’ αυτό κι η προσφυγιά μάς οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, σε άλλους τόπους. Κι ο μεγάλος αδελφός, που γύρισε από τη δίχρονη θανατερή πορεία ως τα βάθη της Μικρασίας, να τώρα, μοναδικός προστάτης της απορφανισμένης οικογένειάς μας.

Το υλικό μάζεψαν και επεξεργάστηκαν οι τότε μαθητές και μαθήτριες :

Κοβογλανίδου Δέσποινα, Κυριακάκης Νικόλαος, Κολυβά Σωτηρία, Ιωαννίδου Σταματία στο μάθημα ιστορίας με τον καθηγητή Γιάννη Κωνσταντούδη

συνέχεια από τα προηγούμενα φύλλα

 

Να πεθάνουν εκεί που γεννήθηκαν , να νιώσουν το χώμα της Πατρίδας να σκεπάζει τα κόκκαλά τους . Εμείς καταφέραμε να ξεφύγουμε , δεν ξέραμε, ήμασταν παιδιά. Παρόλα αυτά όμως είμαστε Έλληνες και μας πήγαιναν στην Ελλάδα. Ήταν και αυτό κάτι, μια παρηγοριά , στον πόνο μας , μια ελπίδα στις αμφιβολίες μας. Είναι αλήθεια πως τρέφαμε ελπίδες , αυτό όμως δεν εμπόδισε τον πόνο και την πείνα να σημαδέψουν οριστικά και αμετάκλητα την ψυχή και τα όνειρά μας. Και είναι παράξενο πως μέσα από την φρίκη του πολέμου μπορέσαμε να γλιτώσουμε, πως μετά από τόσο πόνο και εξάντληση καταφέραμε να φτιάξουμε κάτι. Τώρα όμως όλα αυτά έχουν περάσει καλύτερα να μην τα θυμόμαστε.

 

Αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια που καταφέραμε να αποσπάσουμε από τους κουρασμένους αυτούς ανθρώπους που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βρέθηκαν αντιμέτωποι με χιλιάδες βάσανα, που ξάφνου βρέθηκαν σε ξένη γη, που δίχως να καταλάβουν έγιναν πρόσφυγες.

Ο ξεριζωμός από τις χαμένες πατρίδες –όσο μακρινός κι αν φαίνεται – στάθηκε ορόσημο στη ζωή αυτών των ανθρώπων και θα τους συνοδεύει πάντα.

Μα το πρόβλημα των κατοίκων της Μ. Ασίας δεν απασχόλησε μόνο αυτούς . Αποτέλεσε και ένα βαρύτατο πλήγμα και για την Ελλάδα.

Η φτωχή χώρα μας δέχτηκε ενάμιση εκατομμύριο λιμοκτονούντες πρόσφυγες , και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει χιλιάδες πρόσθετα προβλήματα.

Προβλήματα που θα λυνότανε με μεγάλες θυσίες των κατοίκων της . μα δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις  που οι Έλληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τα αδέλφια τους που πονούσαν. Δεν ήθελαν να προσφέρουν την βοήθειά τους για να κλείσει το μεγάλο τραύμα της χώρας τους.

Ας δούμε όμως πως είδαν την συμπεριφορά των Ελλήνων οι ίδιοι οι πρόσφυγες.

Ο  Σάββας Αγιακατζόγλου μας απάντησε . Σε εμένα προσωπικά φέρθηκαν καλά. Ήμουν ορφανός και μαζί με άλλα ορφανά παιδιά μας πήγαν στο ορφανοτροφείο του Ζαππείου. Στο ορφανοτροφείο αυτό είμαστε 3.000 παιδιά και δεν ξέραμε καθόλου ελληνικά. Πάνω σ’ αυτό οι  ντόπιοι έδειξαν αυστηρότητα. Δηλαδή, μας έβαλαν νούμερα και απαγόρευσαν να μιλάμε τουρκικά. Αν παραβαίναμε τον κανόνα τρώγαμε ξύλο. Έτσι θέλοντας και μη μέσα σε 15 ημέρες είχαμε αρχίσει να συνεννοούμαστε.

 

Η Στέλλα Κοσκερίδου θυμάται. Ανεβήκαμε στο καράβι «Άγιος Νικόλαος» και φύγαμε για την Ελλάδα. Μετά από πολλές ημέρες ταξίδι φτάσαμε σε ελληνική γη, στην Κέρκυρα. Μείναμε εκεί 6 ολόκληρους μήνες . Οι ντόπιοι Έλληνες δεν μας ήθελαν. Όταν μας έβλεπαν, έβριζαν τον Βενιζέλο που μας έφερε στα μέρη τους. Όταν κατεβήκαμε στον Πειραιά περάσαμε 5 ημέρες στην καραντίνα, όπου μας κούρεψαν, μας έβαλαν να κάνουμε μπάνιο, και έβρασαν τα ρούχα μας, έπρεπε όπως μας είπαν να φύγουν οι ψείρες. Μόνη μας παρηγοριά ήταν που βρισκόμασταν πια στην Ελλάδα.

Η Κυριακάκη Δάφνη λέει. Στην Ελλάδα όταν φτάσαμε βρήκαμε μερικούς συγγενείς μας από την Ανατολική Ρωμυλία. Τότε υπήρχαν και Τούρκοι εκεί. Μια ελληνική επιτροπή όρισε να πάνε σε κάθε τουρκικό σπίτι και μερικά άτομα. Αργότερα μας βοήθησαν περισσότερο, μας έδωσαν χωράφια να σπείρουμε, και γενικά ζούσαμε καλά, ακόμη και μέχρι τη στιγμή που διώξανε τους Τούρκους από την Ελλάδα.

Ο κος Θόδωρος λέει. Οι βασιλικοί δεν μας ήθελαν καθόλου. Μόλις μας έβλεπαν έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Αντίθετα οι βενιζελικοί μας υποστήριζαν, σε μας τα παιδιά έδιναν κασέλες για να γυαλίζουμε παπούτσια. Μ΄ άλλα λόγια μας πρόσφεραν δουλειά, δίχως να θέλουν να μας εκμεταλλευτούν. Οι παλιότεροι λούστροι δεν μας συμπαθούσαν καθόλου και συνεχώς μας έδιωχναν. Γενικά όμως μας δέχτηκαν καλά στην Ελλάδα. Μας έδιναν συσσίτια. Μας μόρφωσαν, μας βοήθησαν. Μέχρι και συνοικισμούς μας έκαναν.

Τέλος ο Αντρέας Κούλας έχει αρκετά να μας πει, γιατί ήταν στο πρώτο καράβι που έφτασε στη Σάμο. Μόλις φτάσαμε στη Σάμο και ετοιμαζόμασταν να κατεβούμε έτρεξαν οι ντοπιοι και μας εμπόδισαν. Μας φώναζαν Τουρκόφωνους και μας θεώρησαν πηγή βρωμιάς και δυστυχίας. Εμείς παρακαλούσαμε , ήμασταν άνθρωποι και έπρεπε να μας βοηθήσου. Αυτοί μας φώναζαν να γυρίσουμε πίσω, αδιαφορώντας για την τύχη μας. Απελπισμένοι ξεκινήσαμε. Οι γυναίκες φοβήθηκαν . Θέλησαν να πέσουν στη Θάλασσα. Με τίποτα δεν ήθελαν να ξανασυναντήσουν την φρίκη που μόλις είχαν αφήσει πίσω τους. Γυρίζαμε απελπισμένοι γύρω από το ίδιο μέρος. Λίγο αργότερα ξαναπήγαμε στη Σάμο. Αυτή την φορά μας δέχτηκαν. Στην αρχή μας βάλανε στις αποθήκες , αλλά εμείς ήμασταν ευχαριστημένοι. Όσοι είχαν τίποτα συγγενείς εκεί τους περιποιήθηκαν. Σε ένα χρόνο είχαμε φτιάξει κιόλας κάτι. Άρχισαν να μας φέρονται όπως θα ταίριαζε στα αδέλφια τους. ¨οχι δεν έχουμε παράπονα. Αν μάλιστα σκεφτούμε τις ταραχές που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα τότε μπορώ να πω πως ότι έκαμαν ήταν σωστά καμωμένο. Όμως και εμείς -οι πρόσφυγες- πολλές φορές δημιουργούσαμε φασαρίες. Σε λίγο καιρό είχαμε πάει ο καθένας στο μέρος όπου και ρίζωσε για πάντα. Αυτά μας είπαν οι πρόσφυγες .

Εμείς αν και Έλληνες πιστεύουμε πως η στάση των Ντόπιων Ελλήνων ήταν λιγάκι σκληρή. ίσως να τους δικαιολογεί -όπως είπε και ένας από αυτούς τους γέρους το γεγονός ότι στην Ελλάδα τότε υπήρχαν αρκετές πολιτικές ταραχές και δεν ήταν κατάλληλες πι προϋποθέσεις για να φροντίσουν όπως έπρεπε τα αδέλφια τους Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα ήταν μια φτωχή χώρα και η συντήρηση και διαμονή ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού ήταν πράγματι προβληματική. Αλλά παράλληλα με όλα αυτά, η όλη υπόθεση είχε και κάποιο θετικό στοιχείο. Γιατί Η Ελλάδα όταν απαλλάχτηκε από το τουρκικό στοιχείο-αργότερα με την ανταλλαγή των πληθυσμών-κατάφερε να αποκτήσει εθνική ομοιογένεια και ενότητα, γεγονός που της επέτρεψε να αναπτυχθεί οικονομικά και να ανυψωθεί ηθικά ώστε να μπορέσει πλέον να συνεχίσει αδιάσπαστη τον ιστορικό της βίο.

Στο τέλος αυτής της εργασίας γράψαμε τους στίχους ενός τραγουδιού που θέλησαν να μας πούνε δύο από τους ανθρώπους με τους οποίους μιλήσαμε, η Στέλλα Κοσκερίδου και ο Σάββας Αγιακτζόγλου. Το τραγούδι αυτό το έλεγαν οι Τούρκοι στους Έλληνες καθώς τους έβλεπαν να φεύγουν με τα καράβια.

Αγκυράν ντασινά μπαχ

γκιοσλεριμίν γιασινά μπαχ

μπιζ γιονανά γεσίε ντοσντουχ

σου φελεϊν ειδινέ μπαχ

 

Που πάει να πει:

Της Άγκυρας την πέτρα κοίτα

και στα μάτια μας το δάκρυ κοίτα.

Εμείς στην Ελλάδα αιχμάλωτοι πέσαμε

Ξέρει ο Θεός τη δουλειά του.

 

Τ ο μόνο που μένει σ’ εμάς είναι να

ευχαριστήσουμε για την βοήθειά τους

τους κουρασμένους πρόσφυγές μας.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου